ΕΛΑΙΟΛΑΔΟ

Απαραίτητες γενικές γνώσεις για το Ελαιόλαδο. Στην εργασία που ακολουθεί, τίθενται εκείνες οι απαραίτητες γενικές γνώσεις για το ελαιόλαδο, που πρέπει να γνωρίζει ο καθένας μας ως καταναλωτής. «Δουλεύτηκε» προ δεκαπενταετίας, όμως ακόμη και σήμερα, δεν στερείται της εγκυρότητας της επικαιρότητας και της χρησιμότητας που απο την αρχή είχε.

«Ένας γνωστός … άγνωστος»

Ελαιόλαδο! Βασικό είδος διατροφής για τον Άνθρωπο, πηγή πλούτου και ένδειξη ευδαιμονίας. Όμως και φορέας αμφιβολιών απ` την μεριά του καταναλωτή σχετικά με την ποιότητα του, καθώς επίσης και δούρειος ίππος για απάτη και αισχροκέρδεια πολλές φορές σε βάρος του, κυρίως σε περιοχές σαν τη Βόρεια Ελλάδα, όπου δεν είναι επαρκής η εμπειρία στην παραγωγή ελαιολάδου.

Η παρούσα προσπάθεια δεν φιλοδοξεί να δώσει λύση στο πρόβλημα που θα ήταν βέβαια η πλήρης γνώση του φυσικού αυτού πλούτου απ` το καταναλωτικό κοινό. Θέλει μόνο να πετύχει δυο πράγματα. Πρώτο, να δώσει κάποιες σπερματικές γνώσεις και έναν «μπούσουλα» για τον κάθε έναν που θα ενδιαφερόταν περαιτέρω και δεύτερο, να ταράξει τα λιμνάζοντα νερά, όχι τόσο γι` αυτά που αγνοούμε, όσο κυρίως για εκείνα που λάθος γνωρίζουμε.

Θα ζητούσε την κατανόηση ο γράφων για τις «γενικεύσεις» ή τις «εξειδικεύσεις» που διαπιστώνει ο αναγνώστης αλλά αυτές είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας, μια ολόκληρη επιστήμη – το ελαιόλαδο – να συμπυκνωθεί σε μερικές σελίδες, αλλά και να απευθύνεται ταυτόχρονα σε ένα «πολυποίκιλο» κοινό.

kladi
Για την ιστορία, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε μόνο, ότι η ελιά σαν δένδρο, καρπός και λάδι, έχει στενότατους δεσμούς με την Ελλάδα και τους Έλληνες και αυτή η σχέση χάνεται στα βάθη των αιώνων. Στην σύγχρονη εποχή η ελιά (κατεξοχήν δένδρο της Μεσογείου), κατέχει σημαντικό κομμάτι στην οικονομία της χώρας μας, η οποία είναι τρίτη στον κόσμο στην παραγωγή ελαιόλαδου, με ποσοστό περίπου 12%, ενώ είναι δεύτερη στην παραγωγή επιτραπέζιας ελιάς, παραμένει δε ακόμη πρώτη χώρα στην κατά κεφαλήν κατανάλωση ελαιόλαδου.

Τα τελευταία τριάντα περίπου χρόνια, είτε οι εισαγόμενες διατροφικές συνήθειες, είτε η ελλιπής ή και λανθασμένη πληροφόρηση, συνέβαλαν ώστε μέρος της κατανάλωσης του ελαιόλαδου να αντικατασταθεί από διάφορα σπορέλαια που μπήκαν δυναμικά στην ελληνική κουζίνα.

Βέβαια, είναι δεδομένο πλέον το παγκόσμιο ενδιαφέρον για το ελαιόλαδο, κυρίως μετά από τις σχετικά πρόσφατες επιστημονικές έρευνες και δημοσιεύσεις για τον ευεργετικό του ρόλο στην υγειά του ανθρώπου. Έχοντας ανατραπεί λανθασμένες ή και πρόχειρες επιστημονικές απόψεις του παρελθόντος, το ελαιόλαδο καταλαμβάνει πια, εξέχουσα θέση σε ένα υγιεινό διαιτολόγιο, όχι μόνο σαν φυσικό προϊόν σωστής διατροφής αλλά και με την συμβολή του στην πρόληψη πολλών παθήσεων.

Επιγραμματικά θα παραθέταμε τα χαρακτηριστικά πλεονεκτήματα του.

  1. Είναι προϊόν υψηλής βιολογικής αξίας. Αυτή οφείλεται:

    1. Στην ισορροπημένη σύνθεση του σε λιπαρά οξέα.
    2. Στην παρουσία φυσικών αντιοξειδωτικών ουσιών σε άριστη συγκέντρωση.
    3. Στην περιεκτικότητα του σε σκουαλένιο, το οποίο διαδραματίζει ιδιαίτερο ρόλο στον μεταβολισμό του ανθρώπινου οργανισμού.
    4. Στην ιδανική σχέση ανάμεσα στην βιταμίνη E και τα πολυακόρεστα λιπαρά οξέα που περιέχει. Ισχύει κυρίως για το άθερμο παρθένο ελαιόλαδο, κατά την παραγωγή του οποίου οι θερμοκρασίες δεν ξεπερνούν τους 25 βαθμούς Κέλσιου. Υψηλότερες θερμοκρασίες καταστρέφουν πολλά από τα συστατικά του ( πτητικά ), μεταξύ δε αυτών και την βιταμίνη Ε.
  2. Από θρεπτικής πλευράς, ένα γραμμάριο ελαιόλαδο δίνει 9,3 θερμίδες όσες και κάθε άλλη λιπαρή ύλη ζωικής ή φυτικής προέλευσης και όχι περισσότερες , όπως είναι ίσως μια λανθασμένη εικόνα που έχει διαμορφωθεί.
  3. Ο βαθμός πέψης (αφομοίωσης) του ελαιόλαδου από τον οργανισμό, θεωρείται ΙΔΑΝΙΚΟΣ ( περίπου 98%) .
  4. Το παρθένο ελαιόλαδο διατηρεί τα σπουδαία γευστικά & αρωματικά συστατικά που περιέχει και όταν βρίσκεται στον ελαιόκαρπο, και του προσδίδουν ιδιαίτερη γευστικότητα , που το ξεχωρίζει από τα αλλά φυτικά έλαια.
  5. Έχει την μεγαλύτερη αντοχή στην θερμοκρασία (δε διασπάται μέχρι τουλάχιστον τους 210 βαθμούς Κέλσιου), άρα πρέπει να προτιμάται στο τηγάνισμα. Γενικώς κατά το μαγείρεμα και το τηγάνισμα, υπό την επίδραση υψηλής και διαρκούς θερμοκρασίας έχουμε οξείδωση των όποιων λιπαρών υλών. Η έντονη οξείδωση συνδέεται με την δημιουργία υπεροξειδίων και των προϊόντων διάσπασης των υπεροξειδίων ,τα οποία σε μεγάλες ποσότητες επιδρούν αρνητικά, στο συκώτι, στην καρδιά και στις αρτηρίες .

    Ακόμη εντονότερη οξείδωση οδηγεί στο σχηματισμό ακρολεΐνης, η οποία πιστεύεται πως επιδρά στο κεντρικό νευρικό σύστημα και προκαλεί οίδημα και τραυματισμό στα κύτταρα του ύπατος. Το ελαιόλαδο οξειδώνεται πολύ λιγότερο και σε αρκετά μεγαλύτερο χρόνο από τα σπορέλαια. Κατά το μαγείρεμα δε, είναι καλό, να προστίθεται στο τέλος .

  6. Σύμφωνα πάντα με τις έρευνες της τελευταίας εικοσαετίας, το μονοακόρεστο ελαϊκό οξύ, που είναι το βασικό συστατικό του ελαιόλαδου (~ 80 % ), ελαττώνει την ldl-χοληστερίνη (κακή), ενώ παράλληλα αυξάνει την hdl- χοληστερίνη (Καλή).

Γενικά από πλευράς πρόληψης , η κατανάλωση ελαιόλαδου δρα ευεργετικά κατά της αρτηριοσκλήρωσης και των καρδιαγγειακών παθήσεων. Σαν παράγοντας που είναι ισορροπίας του μεταβολισμού και αύξησης του οργανισμού, αποτελεί βασικό συστατικό της διατροφής του παιδιού. Αλλά, — και σε αντίθεση με μια λανθασμένη άποψη που περιέργως έχει επικρατήσει — το ελαιόλαδο κάνει καλό και στις μεγάλες ηλικίες. Αποτελεί φυσική ασπίδα κατά της οστεοπόρωσης, ενώ παράλληλα επιβραδύνει τις αλλοιώσεις της μεμβράνης των κύτταρων που οδηγούν στο φυσικό γήρας. Ακόμη, δρα προστατευτικά στο πεπτικό σύστημα, μειώνοντας και τις πιθανότητες δημιουργίας έλκους . Καταπολεμά δε την δυσκοιλιότητα, βοηθά τέλος στην θεραπεία παθήσεων της χολής .

Οι σπουδαίες ιδιότητες του ελαιόλαδου έχουν γίνει επίσημα γνωστές , κυρίως κατά τα τρία διεθνή συνέδρια ( LUCCA – ΙΤΑΛΙΑΣ / 1969, TORREMOLINOS – ΙΣΠΑΝΙΑ /1975 ΚΑΙ ΚΟΛΥΜΒΑΡΙ – ΚΡΗΤΗΣ / 1985 ), που πραγματοποιήθηκαν υπό την αιγίδα του διεθνούς συμβουλίου ελαιόλαδου ( Δ . Σ . Ε . ) και της Ε . Ε . Πιο πρόσφατες έρευνες «καταπιάνονται» μεταξύ άλλων με την βελτίωση των μεθόδων ελέγχου του ελαιόλαδου και της προστασίας του από την νοθεία, καθώς και με την βιολογική άξια του εξαιρετικής ποιότητας παρθένου ελαιόλαδου.

Όμως , πέραν της βιολογικής και θρεπτικής αξίας του ελαιόλαδου σε σύγκριση με τις άλλες φυτικές και ζωικές λιπαρές ύλες , μέγιστης σημασίας είναι η ανάγκη να γνωρίζει ο κάθε καταναλωτής , πρώτον , τα βασικά κριτήρια που καθορίζουν την ποιότητα του ελαιόλαδου, ακολούθως δε τις σταθερές που έχει καθιερώσει το (Δ . Σ . Ε .) .

Τα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά ( οσμή και γεύση ) , η οξύτητα , η οξείδωση, και το χρώμα , το κάθε ένα από μόνο του και μαζί, αποτελούν καθοριστικούς παράγοντες αξιολόγησης της ποιότητας του ελαιόλαδου. Οι δυνατότητες επιστημονικής ανάλυσης και καταγραφής των παραγόντων αυτών, μέσω των σύγχρονων κυρίως μεθόδων, της φασματοφωτομετρίας και της χρωματογραφίας , ξεκαθάρισαν το θολό τοπίο, όχι μόνο γύρω από την νοθεία του ελαιόλαδου αλλά και την αξιολόγηση και την ποιοτική κατάταξη του.

  1. Η οξύτητα η` υδρολυτικό τάγγισμα, αποτελεί το βασικότερο και εγκυρότερο κριτήριο ποιοτικής αξιολόγησης και κατάταξης του ελαιόλαδου. Με βάση αυτήν διακρίνεται σε βρώσιμο ελαιόλαδο ( μέχρι 3,3% 0ξυτητα ) και σε βιομηχανικό ( οξύτητα μεγαλύτερη του 3,3% ). Η υδρόλυση γίνεται κυρίως πριν από την εξαγωγή του ελαιόλαδου απ` τον ελαιόκαρπο και επηρεάζεται από την ποικιλία της ελιάς, από το έδαφος, το κλίμα , τους μικροοργανισμούς , τις συνθήκες καλλιέργειας. Αυξημένη οξύτητα , σημαίνει και αλλαγή της γεύσης και οπωσδήποτε υποβάθμιση της εμπορικής του αξίας.
  2. Η οξείδωση ή οξειδωτικό τάγγισμα ή κοινώς τάγγισμα, συμβαίνει κυρίως μετά την ελαιοποίηση και επιφέρει τροποποίηση στα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά. Τα προϊόντα της οξείδωσης δίνουν δυσάρεστη γεύση και οσμή, υποβαθμίζουν την ποιότητα του λαδιού και σε μεγάλες ποσότητες θεωρούνται τοξικά . Κυρίως με την οξείδωση καταστρέφονται τα απαραίτητα για τον οργανισμό πολυακόρεστα λιπαρά οξέα, καθώς και οι λιποδιαλυτές βιταμίνες του ελαιόλαδου. Για το τάγγισμα ενοχοποιούνται διάφοροι παράγοντες, μεταξύ αυτών, το οξυγόνο, η θερμοκρασία, το φως , τα μέταλλα, η οξύτητα.
  3. Το χρώμα του ελαιόλαδου αποτελεί σημαντικό δείκτη ποιότητας . Άγουρος καρπός δίνει πράσινο χρώμα, ώριμος δίνει χρυσαφί και υπερώριμος δίνει έντονα σκοτεινό χρώμα. Βέβαια το χρώμα επηρεάζεται από την ποικιλία της ελιάς περισσότερο, αλλά και από τον τρόπο επεξεργασίας κατά την εξαγωγή του ελαιόλαδου.
  4. Ο έλεγχος της γεύσης και της οσμής είναι οπωσδήποτε το πιο βασικό και τελικό κριτήριο ποιοτικής αξιολόγησης . Γίνεται από εξειδικευμένα άτομα , όμως η μη αποτροπή του υποκειμενικού παράγοντα αποτελεί μειονέκτημα που ακόμη δεν έχει λυθεί.

Με βάση ορισμένα κριτήρια και χαρακτηριστικά, το διεθνές συμβούλιο ελαιόλαδου έχει κατατάξει το ελαιόλαδο σε διάφορες κατηγόριες (1985).
Το ελαιόλαδο είναι κατάλληλο για την κατανάλωση μόνο όταν είναι καλής ποιότητας, δηλαδή όταν προέρχεται από υγιή καρπό, που έχει συγκομιστεί την κατάλληλη εποχή και έχει διατηρηθεί σε άριστη κατάσταση μέχρι την ελαιοποίηση. Όταν δεν τηρούνται αυτές οι συνθήκες , το ελαιόλαδο που παίρνουμε έχει μεγάλη οξύτητα και είναι υποβαθμισμένης ποιότητας , οπότε πρέπει να δεχθεί μια σειρά από χημικές επεξεργασίες για να επιτευχθεί ο εξευγενισμός του, το λεγόμενο ραφινάρισμα και να καταστεί βρώσιμο. Βέβαια κατά την διαδικασία του ραφιναρίσματος, καταστρέφονται μια σειρά καλών συστατικών όπως είναι οι αρωματικές ουσίες και οι βιταμίνες.

Με βάση τα παραπάνω, έχουμε δυο μεγάλες κατηγόριες ελαιόλαδου:

  1. Το βρώσιμο παρθένο ελαιόλαδο· ήτοι το φυσικό χυμό ελιάς που δεν έχει υποστεί χημική-θερμική επεξεργασία, παρά μόνο έχει εξαχθεί με φυσικά και μηχανικά μέσα που δεν προκαλούν αλλοιώσεις στα ποιοτικά του χαρακτηριστικά και η οξύτητα του δεν υπερβαίνει το 3,3 %.
  2. Το ραφιναρισμένο ελαιόλαδο που προέρχεται κυρίως από το μη βρώσιμο ελαιόλαδο (μεγαλύτερο από 3,3 %) και του οποίου η οξύτητα έχει κατεβεί κάτω του 0,3 % με ραφινάρισμα.
    Το παρθένο – κατάλληλο για κατανάλωση, περιλαμβάνει τους παρακάτω τύπους:
    1. παρθένο ελαιόλαδο, εξαιρετικό η` extra. Έχει άμεμπτη γεύση και οσμή και οξύτητα 0 – 1 %. (0 έως 0,8 % , μετά το 2003)
    2. παρθένο ελαιόλαδο, εκλεκτό η` φίνο η` f i n e . Έχει άριστη γεύση και οσμή και μέγιστη οξύτητα 1 , 5 % ,
    3. παρθένο ελαιόλαδο, κουράντε η` semi – f i n e . Καλή γεύση και οσμή και μέχρι 3 , 3 % οξύτητα .

Οι δυο πρώτοι τύποι κυκλοφορούν εγκεκριμένα αυτούσιοι , στην άμεση κατανάλωση, ενώ ο τρίτος χρησιμοποιείται για ανάμειξη με το ραφιναρισμένο ελαιόλαδο που σε διάφορες αναλογίες, μας δίνουν τον γνωστό τύπο του γνήσιου, ή αγνού ή κουπέ ή — σκέτο — ελαιόλαδου. (pure olive oil) . Εγκεκριμένοι τύποι από το Δ . Σ . Ε . , κουπέ ελαιόλαδου για κυκλοφορία στην άμεση κατανάλωση είναι:

  1. Ελαιόλαδο 0 – 1 % .
  2. Ελαιόλαδο 1 – 1,5 % . (έχει καταργηθεί , 2003)

Απ` την γενική αυτή κατάταξη αλλά και απ` όσα ανωτέρω έχουν περιγραφεί, ξεχωρίζει κανείς εύκολα την ανωτερότητα του extra παρθένου ελαιόλαδου.

DSC_5713Η ανάγκη για παραγωγή και τυποποίηση ακόμη πιο ανώτερης ποιότητας προϊόντων, διεύρυνε τις προσπάθειες της επιστήμης και της παραγωγής και έχουμε πλέον με αξιόλογα αποτελέσματα στα χέρια του καταναλωτή δυο ανώτερους τύπους παρθένου ελαιόλαδου :

  1. Το ΑΘΕΡΜΟ ή ψυχρής πίεσης , που διατηρεί αυτούσια τα οργανοληπτικά του χαρακτηριστικά, λόγω των χαμηλών θερμοκρασιών που χρησιμοποιούνται κατά τα διάφορα στάδια της παραγωγής του.
  2. Το οικολογικής ή βιολογικής καλλιέργειας , που κατά τα διάφορα στάδια της ελαιοκομίας αποφεύγεται η χρήση χημικών παραγόντων ανάπτυξης δένδρων και καρπών, καθώς και φυτοφάρμακα .

Το ( Δ . Σ . Ε .) στην προσπάθεια του να πατάξει την νοθεία , μεταξύ άλλων ζήτησε να «φθάνει» το ελαιόλαδο στον καταναλωτή σε μικρές συσκευασίες , γι’ αυτό και ενίσχυσε οικονομικά τις συσκευασίες αυτές, επειδή οι μεγαλύτερες ( δοχεία των 16 λίτρων, βαρέλια κ.λ.π. ), ευνοούν την νοθεία του ελαιόλαδου. Επίσης η γρήγορη κατανάλωση, λόγω των μικρών συσκευασιών, περιορίζει αισθητά την αλλοίωση της ποιότητας, που οφείλεται στην επίδραση του οξυγόνου και άλλων παραγόντων.

Έτσι η μεγαλύτερη συσκευασία που προτάθηκε είναι αυτή των 5 λίτρων σε μεταλλικό δοχείο. Επίσης πλαστικές και γυάλινες φιάλες του 1 λίτρου είναι σύνηθες φαινόμενο. Σπανιότερα χρησιμοποιούνται φιάλες των δυο, του μισού και του ενός τετάρτου του λίτρου, καθώς και λευκοσιδηρά δοχεία του μισού, του ενός , των δυο, των τριών και των τεσσάρων λίτρων .

Παρακάτω θα αναφερθούν τα στοιχεία που πρέπει να αναγράφονται επί της συσκευασίας του ελαιόλαδου και που διευκολύνουν την επιλογή του καταναλωτή.

  1. Ονομασία του προϊόντος. Γενική, — π.χ. ελαιόλαδο — και ειδικός χαρακτηρισμός, — π.χ. extra — .
  2. οξύτητα. ( προαιρετικά και με προϋποθέσεις , 2003 )
  3. Καθαρό περιεχόμενο ( βάρος ή όγκος ).
  4. Επωνυμία και διεύθυνση της συσκευαστικής μονάδας ή του διανομέα – πωλητή.
  5. Χώρα προέλευσης του προϊόντος .
  6. Για τα παρθένα ελαιόλαδα ειδικότερα, επιτρέπεται η ένδειξη της τοπικής προέλευσης τους, υπό προϋποθέσεις. ( Χώρα, νομός, στενότερη περιοχή).
  7. Ημερομηνία λήξης . Αναγράφεται με την ένδειξη «να καταναλωθεί κατά προτίμηση μέχρι του τέλους ……». Το διάστημα, ημερομηνίας συσκευασίας – ημερομηνίας λήξης , δεν ξεπερνά τους 12 με 18 μήνες .

Οι εμπορικοί τύποι ελαιόλαδου που κυκλοφορούν νόμιμα στην ελληνική αγορά είναι πολυάριθμοι και αδύνατο να αναφερθούν εδώ. Αυτό όμως που πρέπει να τονιστεί είναι η ανάγκη της απόλυτης ευθυγράμμισης των διαφόρων ελαιουργικών μονάδων συσκευασίας , τυποποίησης και εμπορίας , με τις διατάξεις του (Δ.Σ.Ε.) και της ευρωπαϊκής ένωσης , γιατί η ποικιλία των εμπορικών τύπων, σε συνδυασμό και με την «σχετική διαφήμιση», δημιουργούν σύγχυση στο καταναλωτικό κοινό.


Αντί επιλόγου θα θέταμε στην προσοχή του καταναλωτή, κάποιες «παραδοχές» ή «αφορισμούς» που θα καθιστούσαν πιο συνειδητή την επιλογή του .

  1. Διαβάζουμε με προσοχή τα αναγραφόμενα στοιχεία της συσκευασίας . Πέραν της ποιοτικής κατάταξης που φαίνεται απ` αυτά, διασφαλίζουμε ότι δεν αγοράζουμε προϊόν με ελλιπή στοιχεία, που αν μη τι άλλο, κάτι θέλει να κρύψει. Ενδεικτικά να πούμε ότι , πρόσφατα (1997) κυκλοφορήσαν στην περιοχή μας , από πλανόδιους , συσκευασίες των 5 λίτρων, που αντί όποιων στοιχείων ( όνομα, διεύθυνση, τηλέφωνο ) του τυποποιητή – έμπορου , υπήρχε απλώς ο αριθμός ενός κινητού τηλεφώνου. Το περιεχόμενο της συσκευασίας αυτής (¨λάδι¨), όσο και όπου δεν κατασχέθηκε απ` τις νόμιμες αρχές , δυστυχώς έφθασε στις κουζίνες πολλών καταναλωτών .
  2. Γενικότερα, αλλά και απ` την προηγούμενη παράγραφο πηγάζει ο ¨αφορισμός¨ : Δεν αγοράζουμε ελαιόλαδο από πλανόδιους πωλητές . Είναι δύσκολος έως αδύνατος ο έλεγχος από τις υπηρεσίες ελέγχου, σε αντίθεση με τα νομίμως λειτουργούντα καταστήματα λιανικής πώλησης ( παντοπωλεία , σούπερ μάρκετς , ειδικευμένα καταστήματα τροφίμων ) .
  3. Αποφεύγουμε όσο το δυνατόν τις μεγάλες συσκευασίες και προτιμούμε αυτές που μας διασφαλίζουν την συντομότερη κατανάλωση .
  4. Προτιμούμε το τυποποιημένο παρθένο, από το χύμα — παραγωγικό ελαιόλαδο, τι στιγμή που στο δεύτερο δεν έχουν γίνει οι στοιχειώδεις μετρήσεις των ποιοτικών του χαρακτηριστικών .
  5. Επιλέγουμε φυσικότερους – υγιεινότερους τύπους ελαιόλαδου που ¨ταιριάζουν¨ στις γευστικές – οσφρητικές απαιτήσεις μας .
  6. Χρησιμοποιούμε , – ει δυνατόν – , πάντοτε ελαιόλαδο, όπου υπάρχει ανάγκη χρήσης κάποιας λιπαρής ύλης

 
ΔΡΑΜΑ : Ιούνιος 2001


 
Σημείωση : Το άρθρο για το ελαιόλαδο πραγματεύεται ο κ. Μιχάλης Αν. Ανδρέοβιτς. Έχει εικοσαετή τριβή με το αντικείμενο αυτό, με την διπλή ιδιότητα της επιστημονικής γνώσης και της εμπορικής δραστηριότητας. Είναι Τεχνολόγος Τροφίμων και εμπορικός αντιπρόσωπος με έδρα το «λαδάδικο» στην ΒΙ.ΠΕ. Δράμας.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Δ. Παπαναστασίου (1966) : σύγχρονη ελαιουργία – η τεχνολογία των ελαίων.

Γενικό χημείο του κράτους (1976) : κώδικας τροφίμων & ποτών – επίσημοι μέθοδοι εξέτασης τροφίμων & ποτών.

Μπόσκου Δ. – Σαραπάρη (1977) : τα πολυακόρεστα και η υγεία.

Μακράκης – Κυριτσάκης (1978) : το τάγγισμα του ελαιόλαδου.

Κουτσαυτάκης κ. Άλλοι ( 1978) : συγκριτικές δοκιμές φυγοκεντρητών ( decanters ).

Κυριτσάκης – Ρουμπελάκη (1979) : μέθοδοι προσδιορισμού του βαθμού οξείδωσης και της αντοχής των λιπαρών υλών στην οξείδωση.

Α. Κυριτσάκης (1980) : πρακτικά 3ου διεθνούς συνεδρίου για την βιολογική αξία του ελαιολάδου.

Ι. Δημόπουλος (1982) : εργαστηριακές σημειώσεις χημείας τροφίμων.

Μαν. Αλυγιζάκης ( 1982) : επεξεργασία και κονσερβοποίηση επιτραπέζιας ελιάς.

Κυριτσάκης Α. (1984) : εργαστηριακές ασκήσεις τεχνολογίας και ποιοτικού ελέγχου λιπαρών υλών.

Κ. Κωνσταντίνου (1986) : διεθνής εμπορική διακίνηση ελαιολάδου.

Συγγελάκης Χ. (1986) : εφαρμογή νέων μεθόδων ελαιοσυλλογής.

Κυριτσάκης Α. (1988) : το ελαιόλαδο.

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΣ ΤΥΠΟΣ

1. «Εκδόσεις ινστιτούτου Υποτροπικών φυτών & ελαίας, Χανίων».

2. «Εκδόσεις Ελαιουργικής».

3. Περιοδικό «Τρόφιμα & ποτά».

4. Περιοδικό «Ελιά και ελαιόλαδο».